ανάκρουση

ανάκρουση
η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω]
μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση
νεοελλ.
εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα
αρχ.
1. αντίδραση στην αποθάρρυνση
2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα
3. (μετρ.) άτονο τμήμα, από μία ή και δύο συλλαβές, στην αρχή στίχου ως εισαγωγή ρυθμικής περιόδου
«ἰ-ήιε Δάλιε Παιάν» (Σοφ. Οιδ. Τ. 154).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάκρουση — η 1. η προς τα πίσω απότομη κίνηση κατά τη βολή ενός πυροβόλου: Αυτό το πυροβόλο έχει μικρή ανάκρουση. 2. η εκτέλεση μουσικού κομματιού από μια μπάντα: Στο τέλος έγινε η ανάκρουση του εθνικού ύμνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνακρούσῃ — ἀνακρούσηι , ἀνάκρουσις pushing back fem dat sg (epic) ἀνακρούω push back aor subj mid 2nd sg ἀνακρούω push back aor subj act 3rd sg ἀνακρούω push back fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλισμός — ο (Α κυμβαλισμός) [κυμβαλίζω] το να παίζει κάποιος το κύμβαλο, η ανάκρουση τού κυμβάλου …   Dictionary of Greek

  • ολισθητήρας — και ολισθήρας, ο 1. εξάρτημα εργαλειομηχανής ή άλλης μηχανής το οποίο έχει τη δυνατότητα να εκτελεί κίνηση προχωρητική ή περιστροφική ολισθαίνοντας σε μία επιφάνεια 2. στρ. το τμήμα τού πυροβόλου που συνδέεται με την κάννη και κινείται μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • προολκή — η, Ν [προέλκω] 1. έλξη προς τα εμπρός 2. εργασία τής μεθόρμισης σκάφους με παλαμάρια 3. η επαναφορά τού σωλήνα ναυτικού πυροβόλου στην πρόσθια θέση μετά την ανάκρουση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”