- ανάκρουση
- η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω]μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθησηνεοελλ.εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρααρχ.1. αντίδραση στην αποθάρρυνση2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα3. (μετρ.) άτονο τμήμα, από μία ή και δύο συλλαβές, στην αρχή στίχου ως εισαγωγή ρυθμικής περιόδου«ἰ-ήιε Δάλιε Παιάν» (Σοφ. Οιδ. Τ. 154).
Dictionary of Greek. 2013.